- ἀρρενογόνους
- ἀρρενογόνοςbegettingmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αδρενοστερόνη — Στερεοειδής ορμόνη που παράγεται από τον φλοιό των επινεφριδίων (λέγεται και ανδρογεννητική ορμόνη). Η έκκρισή της κανονίζεται από την αδρενοφλοιοτροφική ορμόνη που παράγεται στον πρόσθιο λοβό της υπόφυσης. Έχει μοριακό τύπο C19H24Ο3. Βιολογικά… … Dictionary of Greek